Λεξιλόγιο
Ανάπιασμα = ζύμωμα του
προζυμιού
Άρμη
= ή σαλαμούρα = γάλα που είναι στο βαρέλι
με το τυρί.
Βατσέλι = παλιά
μονάδα μέτρησης δημητριακών
Βερδίλης = γέρος,
βερδίλω = γριά.
Βραστόγαλο = βρασμένο γάλα με αλάτι
Γριβέλι =
κριθάρι
Γριλίζω = βράζω
Δόκω =
θα δώσω
Ζακόνι =
συνήθεια
Ζαμπλαρίκος= τραχανάς ξινός
Ζωντανά =
γιδοπρόβατα
Καδί
= ξύλινο βαρέλι που βάζουμε τυρί
Κακάβι =
λεβέτι
Καρτερόλι = δοχείο ξύλινο που
μετρούσαν δημητριακά. Χωρούσε περίπου 8
οκάδες.
Κεψές
= τρυπητή κουτάλα
Λεβέτι =
καζάνι
Λιχριάνει = κρυώσει
Μπουγάνα = μεγάλο
λαμαρινένιο καπάκι που σκέπαζαν το
άψητο καρβέλι για να ψηθεί. Η φωτιά
καιγόταν πάνω στη μπουγάνα.
Πανιστή = ξύλο
μακρύ με πανιά στην άκρη για καθάρισμα
του δαπέδου του φούρνου
Πινίρι
= τυρί
Πλαστήρι = ξύλο στο οποίο
έπλαθαν το ζυμάρι
Τέσα
= χάλκινο δοχείο που έβαζαν γάλα ή φαγητό
Χάσικο ψωμί = άσπρο ψωμί
Χειρόμυλος = πέτρινο εργαλείο για
άλεσμα... Αποτελείται από μια πέτρινη
βάση στην οποία περιστρέφεται μια δεύτερη πέτρα (όνος)
Χόβολη =
στάχτη

|