Εισαγωγή
Ανεβαίνοντας
τα «Γορτυνιακά βουνά», τις απόκρημνες,
καθάριες λοφοσειρές της Γορτυνίας σε
υψόμετρο 1000 περίπου μέτρων, Νότια της
Αρκαδίας η γη χωρίζεται στα δύο για να
ξεχυθεί γεμάτο ορμή το ποτάμι της
Δημητσάνας.....ο Λούσιος.
Το συνολικό του μήκος είναι μόλις 23
χλμ. Πηγάζει στην περιοχή της Καρκαλούς
και εκβάλλει στον Αλφειό ποταμό στην
περιοχή της Καρύταινας.
Ονομάστηκε Λούσιος γιατί σύμφωνα με την
μυθολογία εκεί στον Γορτύνιο ζούσαν –στα
πρώτα χρόνια της Θεογονίας – τρεις
ποταμίσιες Νύμφες: η Νέδα, η Αγνώ και η Θεισόα.
Αυτές μεγάλωσαν τον Δία. Και εκεί που
έλουσαν το Νεογέννητο Θεό, το ποτάμι το
είπαν ΛΟΥΣΙΟ. Ωστόσο, φαίνεται να έχει
κατά τόπους διαφορετικές ονομασίες –ανάλογα
με την περιοχή – Έτσι, στο ύψος της
Γόρτυνας ονομάζεται Γορτύνιος γιατί
δέχεται τ΄ άφθονα νερά των Γορτύνιων
πηγών, στη Δημητσάνα αποκαλείται
Δημητσανίτικο ρέμα, ενώ στο χωριό
Ατσίχολο ονομάζεται Ατσιχωλίτικο
ποτάμι. Η κοίτη του είναι πολύ βαθιά με απόκρημνες
όχθες. Ο Γορτύνιος, κατά τον
Παυσανία, είναι ο ψυχρότερος από όλους
τους ποταμούς ακόμα και τους
καλοκαιρινούς μήνες.
Αν και η διαδρομή που διανύει είναι
σύντομη, η ροή των νερών σε όλο το μήκος
της περιοχής που διασχίζει σχηματίζει
ένα από τα ωραιότερα και επιβλητικότερα
φαράγγια της Ελλάδος, μήκους 5 χλμ
περίπου.
Απότομοι και θεόρατοι βράχοι που
ξεκινούν από την κοίτη του ποταμού,
κοφτεροί και απόκρημνοι βράχοι που
σχηματίζουν απρόσιτα σπήλαια, κάνουν
την πρόσβαση στο φαράγγι δύσκολη, σχεδόν
αδύνατη.
Το τοπίο του φαραγγιού συμπληρώνουν
και πλαγιές, σχετικά ομαλές, γεμάτες
πεζούλες (αναβαθμίδες) που χτίστηκαν με
πολύ κόπο παλαιότερα από τους ντόπιους
για να καλλιεργήσουν δημητριακά,
σταφύλια, οπωροκηπευτικά, ελιές,
καρυδιές κ.α. Σήμερα παραμένουν
ακαλλιέργητες και εγκαταλελειμμένες σχηματίζοντας ένα πυκνό και δύσβατο
θαμνόδασος που όμως επιτρέπει την
ανάπτυξη χλωρίδας ενώ συντηρεί και
αναπαράγει πλούσια πανίδα.
Μεγάλη ποικιλία φυτών, δέντρων και
πλατύφυλλων ειδών φύονται στην περιοχή
γύρω από το Λούσιο: ιτιές, λυγαριές,
λεύκες, μουριές, καρυδιές, αμυγδαλιές
αριά, δάφνη, κρητικό σφεντάμι, φυλλίκι,
πουρνάρι, αείφυλλοι θάμνοι, βελανιδιές
και γαύροι φυτρώνουν στην κοιλάδα και
στις πλαγιές του Λούσιου.
Μέσα στην πλούσια και οργιαστική
βλάστηση της παρόχθιας ζώνης του
Λούσιου βρίσκουν καταφύγιο και τροφή
πολλά άγρια είδη ζώων:
Μέχρι τα στενά της Καρκαλούς μπορεί
κανείς να διακρίνει γερακίνες, κίσσες
και καρακάξες και στα εγκαταλελειμμένα χωράφια κουρούνες, αγριογούρουνα,
σουσουράδες. Τις καλοκαιρινές νύχτες
ακούγεται ο γκιώνης και η κουκουβάγια. Την
άνοιξη, το κελάηδημα των αηδονιών.
Στις πλαγιές κάτω από τη Δημητσάνα
συναντά κανείς πολλά είδη κυνηγιών όπως
τον βραχοκιρκίνεζο, τη δεντρογαλιά, τον
σαπίτη, τη σαϊτα, το κουνάβι. Κοντά στις
μονές και μέσα στα βράχια συνηθίζουν να
φωλιάζουν ζευγάρια κορακιών, κάργες,
βραχοτσοπανάκοι, και πετροχελίδονα.
Μέσα στις σπηλιές και στις ερειπωμένες
εκκλησίες ξεχειμωνιάζουν νυχτερίδες.
Αντίθετα, οι πλαγιές στα Ανατολικά
της περιοχής είναι σκεπασμένες με έλατα
όπου συναντάμε τα μακροπούλια
ελατοδασών, τον καλόγερο, την
ελατοπαπαδίτσα, τον δεντροβάτη και τους
βασιλίσκους. Το σούρουπο ακούγεται ο
χουχουριστής.
Τέλος, στις νότιες πλαγιές της
Κλινίτσας κρύβονται νυφίτσες, ποντίκια
αγρών, οχιές κ.α. είδη. Στις μικρές λίμνες
που σχηματίζει ο Λούσιος υπάρχουν
πέστροφες.
Οι αρχαίοι κατάφεραν και ανέπτυξαν
αξιοθαύμαστο πολιτισμό αφού ίδρυσαν
στις όχθες του πόλεις ονομαστές: την
Τεύθι, τα Μάραθα, τη Βρένθη, και την
αρχαία Γόρτυνα. Τα ερείπια και τα
απομεινάρια των χωριών αυτών ακόμη
μαρτυρούν την ιστορία του τόπου στα
Βυζαντινά χρόνια αλλά και στα χρόνια της
πικρής σκλαβιάς επί Τουρκοκρατίας.
Οι απότομες- από ασβεστολιθικό
πέτρωμα- πλαγιές της χαράδρας του
Λούσιου, διαμορφώνουν φυσικές σπηλιές
και κοιλώματα που εξελίχθηκαν σε
ασκηταριά και συνετέλεσαν στην
λειτουργία και ανάπτυξη μοναστηριών
κατά μήκος της κοιλάδας του.
Η Παλαιά και η Νέα μονή Φιλοσόφου, η
μονή Αιμυαλών, οι μονές Προδρόμου και
Καλαμίου, οι εκκλησίες αποτέλεσαν
πολύτιμα πνευματικά και θρησκευτικά
κέντρα αλλά και σημαντικά καταφύγια για
τους κατοίκους των χωριών που
αναζητούσαν γαλήνη και περισυλλογή.
Ο ψηλός, αμυντικός τοίχος στις
προσόψεις των μοναστηριών μαρτυρεί την
ανάγκη για έλεγχο, φύλαξη, και
προστασία από κάθε είδους
επιδρομείς...
Στα χρόνια του Αγώνα, το φαράγγι
υπήρξε πέρασμα της κλεφτουριάς, και των
Κολοκοτρωναίων. Κέντρο ανεφοδιασμού και
νοσοκομείο για τους τραυματίες.
Οι μονές είχαν εξελιχθεί σε κέντρα
εθνικά, θρησκευτικά και φιλανθρωπικά
αφού διατήρησαν άσβεστη τη φλόγα του
αγώνα, την πίστη ότι οι Έλληνες θα
αποκτήσουν την εθνική τους ελευθερία
και ανεξαρτησία. Έτσι, συνέβαλαν
σημαντικά και ουσιαστικά στη διατήρηση
της εθνικής τους ταυτότητας και
ακεραιότητας τους, στη διατήρηση της
γλώσσας, της θρησκείας. Χαρακτηριστική
είναι η λειτουργία του «Κρυφού σχολειού» όπου με μεγάλη επιμονή και υπομονή
μοναχοί, αναλαμβάνοντας τον ρόλο του
δασκάλου μάθαιναν στα ελληνόπουλα
ιστορία, γράμματα. Διαπαιδαγωγούσαν
τους μελλοντικούς δασκάλους, ιερείς,
μοναχούς, ανώτερους κληρικούς,
διαπρεπείς άνδρες. Τους εμψύχωναν
αδιάκοπα υπενθυμίζοντάς τους ότι
το όραμα για την ελευθερία θα γίνει
σύντομα πραγματικότητα.
Ακόμα και σήμερα το κρυφό σχολειό
και οι μονές αποτελούν τόπους θαυμασμού,
τόπους προσέλευσης πολλών επισκεπτών
που εναποθέτουν το σεβασμό τους προς
τους προγόνους, εκφράζουν με ευλάβεια τα
θρησκευτικά τους συναισθήματα,
γαληνεύουν.
Ιδιαίτερα σημαντική είναι και η
συμβολή των πρώτων βιοτεχνικών
εγκαταστάσεων στις όχθες του Λούσιου
και στα κεφαλάρια του, των υδροκίνητων
εγκαταστάσεων στην στήριξη και ανάπτυξη
της οικονομίας της περιοχής. Νερόμυλοι
που άλεθαν κυρίως δημητριακά, δεψικές
ύλες και
κουρασάνι, μπαρουτόμυλοι, νεροτριβές,
νεροπρίονα, μαντάνια κινούνταν αδιάκοπα
με την δύναμη των νερών του ποταμού που
γύριζαν τις οριζόντιες και κατακόρυφες
φτερωτές τους. Τα νερά από τις πηγές του
Λούσιου γέμιζαν τις στέρνες και τις «λίμπες» των βυρσοδεψείων.
Σήμερα, οι περισσότερες
εγκαταστάσεις είναι γκρεμισμένες και
ερειπωμένες. Στο φαράγγι ακούγεται πια
μόνο ο ήχος από τον παφλασμό του νερού,
το κελάηδημα των πουλιών και το βέλασμα
των προβάτων.
Συνεπώς είναι φανερό από όλα τα
παραπάνω ότι το φαράγγι του Λούσιου
είναι ένας χώρος με μεγάλο φυσικό πλούτο
και ιστορία που προκαλεί και προτρέπει
τον επισκέπτη να το εξερευνήσει
προκειμένου να το γνωρίσει. Να συνδέσει
το παρόν με το παρελθόν για να ατενίσει
και να χτίσει δημιουργικά το μέλλον.
Χάρη στη δημιουργία του Υπαίθριου
μουσείου υδροκίνησης γίνεται μια
αξιέπαινη προσπάθεια αναβίωσης της
παραδοσιακής κοινωνίας, μια
αναπαράσταση της ζωής στο φαράγγι. Με τα
σύγχρονα οπτικοακουστικά μέσα (κείμενα,
φωτογραφίες, σχέδια, βιντεοταινίες,
κατασκευές κ.α.) με ζωντανό και
ελκυστικό τρόπο παρωθούνται οι νεότεροι
να διδαχθούν και να κατανοήσουν με τον
καλύτερο δυνατό τρόπο την τεχνολογία
και τους τρόπους παραγωγής.
Λαμβάνοντας υπόψη το επίπεδο των
μικρών παιδιών, τα ενδιαφέροντα, τις
ανάγκες τους και το περιβάλλον μέσα στο
οποίο μεγαλώνουν, με την παρούσα εργασία
και το συγκεκριμένο πρόγραμμα
περιβαλλοντικής εκπαίδευσης
καταβάλλεται μια προσπάθεια γνωριμίας
με το περιβάλλον του Λούσιου
συνυφασμένου με την ιστορία και
ανάπτυξη της Δημητσάνας.
Στις σελίδες που ακολουθούν
παρουσιάζεται και αναλύεται το πλαίσιο
προγράμματος Περιβαλλοντικής
Εκπαίδευσης του σχολικού έτους 2002-2003. Οι
στόχοι και οι φάσεις εξέλιξης και
ανάπτυξης του, οι δραστηριότητες όπως
σχεδιάστηκαν και πραγματοποιήθηκαν από
την ομάδα των 4 νηπίων του μονοθεσίου
νηπιαγωγείου Δημητσάνας από την επιλογή
του θέματος και τις προτάσεις τους
ανάλογα με τις επιθυμίες και τα
ενδιαφέροντά τους με τίτλο ΓΝΩΡΙΜΙΑ ΜΕ
ΤΟ ΛΟΥΣΙΟ.
|